-
1 κατ-αισχύνω
κατ-αισχύνω, beschämen, beschimpfen, entehren; πατέρων γένος Od. 24, 507; δαῖτα, herabwürdigen, verunzieren, 16, 293; ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαϑὺ χρέος, deckte zu meiner Schmach die Schuld auf, Pind. Ol. 11, 8; πόρον Aesch. Spt. 528; ἐμέ Suppl. 974; τὴν σὴν φύσιν Soph. El. 599; Xen. An. 3, 2, 14; τὸ Τρωϊκὸν κλέος Eur. Hel. 851; τὴν πατρίδα Ar. Nubb. 1201; τοὺς προγόνους Plat. Lach. 187 a; λόγους καὶ ὑποσχέσεις, zu Schanden machen, Conv. 183 e; vgl. Polit. 268 d; τὴν παίδευσιν Isocr. 4, 152; τὸ τῆς πόλεως ὄνομα Dem. Lpt. 76; Folgde; παρϑενίαν, schänden, Plut. Num. 10; vgl. Dem. 45, 79. – Med. mit aor. pass., sich schämen, scheuen, τινά, vor Einem, οὐ καταισχύνει ϑεούς Soph. Phil. 1368, vgl. O. R. 1424; καταισχυνϑέντες τὴν ἀρετὴν τῶν ἡμετέρων Isocr. 4, 97.
-
2 καταισχύνω
A :—dishonour, put to shame,μή τι καταισχύνειν πατέρων γένος Od.24.508
;καταισχύνητέ τε δαῖτα 16.293
;τὰ πρόσθε ἐργασμένα Hdt.7.53
, cf. A.Supp. 996, D.18.101, etc.; τὴν σὴν οὐ κ. φύσιν I put not thy nature to shame, i.e. show myself not unworthy of thee, S.El. 609;κ. τὸ Τρωϊκὸν κλέος E.Hel. 845
;τὸ γένος οὐ καταισχυνῶ Ar.Av. 1451
;κ. τὴν πατρίδα Id.Nu. 1220
;τοὺς προγόνους Pl.La. 187a
;ὑποσχέσεις Id.Smp. 183e
;τὰς εὐγενείας ταῖς αὑτῶν.. κακίαις Isoc.7.76
, etc.3 ὁ μέλλων Χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε.. Χρέος covered me with dishonour in that my debt remained unpaid, Pi.O.10(11).8.4 = καταχέζειν, Χαίτην Babr. 82.8.II [voice] Med., feel shame before, , cf. OT 1424: —[tense] aor. [voice] Pass.,καταισχυνθέντες τὴν ἀρετὴν αὐτῶν Isoc.4.97
: c. inf., to be ashamed to..,ἰητρεύειν Hp.Art.42
; καταισχυνθῆναι.. ὅπως μὴ δόξει.. to be ashamed of being thought.., Th.6.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταισχύνω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий